πυορροϊκός

πυορροϊκός
-ή, -ό, Ν
ο σχετικός με την πυόρροια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυόρροια. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αν. Αναγνωστάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”